χρεωλυτώ

χρεωλυτώ
και χρεολυτῶ, -έω, Α
1. εξοφλώ χρέος
2. φρ. «χρεωλυτῶ τὸν μισθόν» — εξοφλώ οφειλόμενους μισθούς (Ιώσ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρέος */χρέως + -λυτῶ (< -λύτης < λύω), πρβλ. κοιλιο-λυτῶ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • χρεωλυτῶ — χρεωλυτέω discharge a debt pres subj act 1st sg (attic epic doric) χρεωλυτέω discharge a debt pres ind act 1st sg (attic epic doric) χρεωλυτεῖν pres subj act 1st sg (attic epic doric) χρεωλυτεῖν pres ind act 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρεολυτώ — έω, Α βλ. χρεωλυτῶ …   Dictionary of Greek

  • χρεωλυσία — και χρεολυσία, η, ΝΑ [χρεωλυτῶ] πληρωμή χρέους νεοελλ. (νομ. οικον.) απόσβεση χρέους μέσα σε τακτό χρονικό διάστημα και με ισόποσες δόσεις που καταβάλλονται σε ίσα χρονικά διαστήματα …   Dictionary of Greek

  • χρεωλύτησις — και χρεολύτησις, υτήσεως, ἡ, Α [χρεωλυτῶ] εξόφληση χρεών …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”